- δυσανάπλους
- δυσανάπλους, -ουν (Α)(για ποταμό) αυτός που αναπλέεται δύσκολα, με κατεύθυνση από τις εκβολές προς τις πηγές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσανάπλους — hard to sail up masc/fem nom pl δυσανάπλους hard to sail up masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσανάπλωτος — δυσανάπλωτος, ον (Α) δυσανάπλους … Dictionary of Greek